Σήμερα σας παρουσιάζουμε το τέταρτο μέρος του αρχαιολογικού δελτίου για τον Εχένικο, του καθηγητή – αρχαιολόγου Ρωμαίου Κ.
Η καλά διατηρημένη στήλη του Εχένικου είναι η νεώτερη από όσων θεσσαλικών επιταφίων στηλών που έχουμε. Από παλιά, δηλαδή, και ιδίως από τη δημοσίευση των ανάγλυφων της συλλογής του Τυρνάβου από τον Heberdey (ΑΜ 1890, σελ.199 κ. εξής) γνωρίζουμε ότι στη Θεσσαλία υπήρχε τοπικό εργαστήριο χειροτεχνών, οι οποίοι κατασκεύαζαν ντόπιες επιτύμβιες στήλες και άλλα ανάγλυφα με ιδιαίτερο τρόπο. Τα γνωρίσματα του εργαστηρίου είναι κυρίως εξωτερικά, όπως είναι η εξωτερική αμφίεση των ανδρών, δηλαδή χιτώνας δεμένος και χλαμύδα, πέτασος, η υπόδεση με κρηπίδες, τα οποία γνωρίζουμε καλά από την παράδοση, τα οποία ανταποκρίνονται στις συνήθειες του τόπου. Το παλαιότερο μέλος της σειράς είναι το ωραίο θραύσμα του *****Λούρου**** από τα Φάρσαλα με τις κορασίδες, οι οποίες είναι ανθοφορούσες (περίπου 500 π.Χ.). Ακολουθεί η ομάδα από τη Λάρισα του Φεκεδάμου, της Πολυξένους, της μεγάλης ακέραιας στήλης με το λαγό, ο οποίος κρατά έναν νεαρό και μια γυναίκα στο Εθνικό Μουσείο.
Σ” αυτήν την ομάδα χρονικά ανήκει, γύρω στο 460 π.Χ., το τεμάχιο της νηθούσης από τη Φαλάννη, της συλλογής του Τυρνάβου. Ακολουθούν οι στήλες, τις οποίες δημοσίευσε ο Αρβανιτόπουλος στην ΑΕ 1916, 20 από τη Φαλάννη και ΑΕ 1917, 132 κ. ε. πίν. 3 από τα Χυρέτια. Σχετικά με την πρώτη πρέπει να αναφερθεί η ακέραια στήλη της συλλογής του Τυρνάβου, ΑΜ 1980, VI, 1, 2.V, 1, 2. Τα δύο τελευταία ανήκουν ασφαλώς στον 4ο αιώνα, μάλιστα το V, 1, όπου γίνεται προσπάθεια παράστασης και του ίππου κατά τρία τέταρτα. Αλλά επειδή διατηρούνται τόσο ελλιπώς δεν μπορούμε να πούμε, αν οι στήλες είναι σύγχρονες μ” αυτήν του Εχένικου.
Από την ευτυχή διατήρηση της στήλης των γόμφων και την παραπάνω ασφαλή χρονολόγηση της, έχουμε πρώτα πρώτα το σημαντικό κέρδος, ότι το θεσσαλικό εργαστήριο των μαρμαρογλύφων διατηρείται και ολόκληρο τον 4ο π.Χ. αιώνα. Έπειτα μαθαίνουμε ότι η αρχικά ιωνική στήλη, η στενή και η υψηλή με το ανθέμιο από πάνω, όπως την γνωρίζαμε από τον Δορυλαίο, από τη Σύμη, τη Νίσυρο και από αλλού, αυτή η οποία έχει επικρατήσει στην Αττική κατά τον 6ο αιώνα, έχει εμφανιστεί πραγματικά στη στήλη του Εχένικου. Ο Rodenwaldt (AJ 1913,315) έγραψε ότι η στήλη φτάνει μόνο μέχρι το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, επειδή είχε κατά νου την ωραία στήλη από την Πέλλα, του μουσείου της Κωνσταντινούπολης, καθώς επίσης τις στήλες από τους Θεσπιείς του Εθνικού Μουσείου. Από την Αττική δεν εξαφανίστηκε τον 5ο αιώνα και τον 4ο, αλλά μεταβλήθηκε σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Επειδή δεν αρκούνταν πλέον στην παράσταση ενός μοναδικού προσώπου, χώρισαν στη στήλη ιδιαίτερο χώρο για το ανάγλυφο, για να περιέχει περισσότερα από ένα πρόσωπα σε μικρό μέγεθος, καθώς και το πάνω μέρος της στήλης το διακόσμησαν με επιγραφές. Αλλά είναι φυσικό, ότι στη Θεσσαλία, περιοχή βέβαια επαρχιωτική ως προς την καλλιτεχνική κίνηση, διατήρησαν μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα τον αρχαίο τρόπο.
Θα ήταν ο πλέον αφόρητος σχολαστικισμός, αν αφήναμε να εννοηθεί, ότι το σχήμα της στήλης μόνο του εισήχθει από την Ανατολή, ως κάτι καινούριο και σπουδαίο είδος. Όχι. Η στήλη είναι αναπόσπαστη από την γλυπτική και τη διακοσμητική τέχνη των Ιωνών, η οποία από πριν αλλά κυρίως από τα μέσα του 5ου αιώνα, έπνεε από τα ιωνικά νησιά και από τις ακτές της Μ. Ασίας σαν πνεύμα ζωογόνο και δημιουργικό στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Αλλά ενώ στην Αττική και την Πελοπόννησο εξαιτίας της ύπαρξης ιδιόρρυθμης αρχαίας τέχνης, αυτό το ιωνικό πνεύμα αφομοιώθηκε και άλλαξε. Στις ανατολικές ελληνικές περιοχές, η ιωνική τέχνη παρέμεινε αμιγής και είχε διαφορετική εξέλιξη. Αυτή τη διαφορά παρατήρησε με οξυδέρκεια ο Brunn AM (1883, 81 και εξής) και προσπάθησε να καθορίσει τον χαρακτήρα μιας βόρειας ελληνικής γλυπτικής. Αλλά περιέπεσε στο σφάλμα να μεταχειριστεί υλικό διαφορετικής αξίας ως ισότιμο. Έτσι εκτός από την εξαίρετη στήλη των Φαρσάλων, εξέτασε και τα χειρωνακτικά έργα του Φεκεδάμου και της Πολυξένους, από τα οποία έβγαλε τα άτοπα συμπεράσματα ότι ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της βόρειας τέχνης οι εσφαλμένες μιμήσεις των χειροτεχνών.
Σύντομα το πέμπτο και τελευταίο μέρος του αρχαιολογικού δελτίου του Εχένικου.