Αρθρογραφεί ο Βασίλης Πανάγος
Η επικοινωνία των ανθρώπων ανάμεσα στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία γινόταν από τους αρχαίους χρόνους. Στα γνωστά οδικά δίκτυα περιλαμβάνεται η βόρεια διάβαση του Μετσόβου (Ζυγού), που οδηγούσε από το Ιόνιο και τη χώρα των Μολοσσών στο Αιγίνιον (σημ. Καλαμπάκα).
Η μεσαία διάβαση που ξεκινούσε από την Αμβρακία (σημ. Άρτα) και διέσχιζε τη χώρα των Αθαμάνων για να καταλήξει στα στενά των Μεγάλων Πυλών, την πόλη των Γόμφων και τη θεσσαλική πεδιάδα. Και η νότια διάβαση από την Αμβρακία (Άρτα) η οποία κατέληγε στους Γόμφους και την πεδιάδα της Θεσσαλίας, μέσω της Αργιθέας και των στενών του Μουζακίου. Η μεσαία διάβαση δια μέσω της Αθαμανίας παρότι ήταν δύσβατη, χρησιμοποιούνταν συχνά, επειδή ήταν η πλέον σύντομη. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους θεωρούνταν κυρία οδός κυκλοφορίας και συνέδεε την Αμβρακία με τη Θεσσαλία με τρεις μέρες πεζοπορία.
Ο Ι. Πίκουλας, σημειώνει πως το οδικό δίκτυο διερχόταν το Βουργαρέλι – θεοδώριανα και κατέληγε στη Μεσοχώρα. Ένα τμήμα αυτής της διαδρομής κατευθυνόταν προς το Παλιοχώρι Γαρδικίου, το Νεραιδοχώρι, την Ελάτη, τους Καλόγηρους και κατέληγε στην Πύλη. Επίσης, ένα άλλο τμήμα του οδικού δικτύου οδηγούσε από τη Μεσοχώρα στην Γκρόπα και εν συνεχεία κατηφόριζε στην Παλαιοκαρυά και την Πύλη.
Κατά την άποψή μου, στη μεσαία διάβαση υπήρχε και το νοτιότερο τμήμα της διαδρομής. Πρόκειται για το οδικό δίκτυο που οδηγούσε από την Αμβρακία στο Βουργαρέλι και εν συνεχεία στο Μυρόφυλλο, το Κοθώνι, την Κατούνα, την Γκρόπα, την Παλαιοκαρυά και την Πύλη. Σε τμήματα των αναφερθέντων οδικών διαβάσεων εντοπίστηκαν υπολείμματα αρχαίων οχυρώσεων.
Στο ορεινό χωριό Μυρόφυλλο και στα όρια των νομών Τρικάλων και Άρτας, βρίσκεται το ιστορικό μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου. Ο ιστορικός και πνευματικός ρόλος που αυτό ανέπτυξε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, σε συνδυασμό με την επιβλητική οχυρωματική του κατασκευή, το κατατάσσουν σε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του Δήμου Πύλης. Η χρονολογία της ίδρυσης του παραμένει άγνωστη.
Το 1936 η μονή διαλύθηκε και το 1940 το αρχείο της παραδόθηκε στην Ιερά μονή της Κοίμησης Θεοτόκου Γκούρας (βρίσκεται στο βουνό Ίταμος, πάνω από την Πύλη). Το 1943, το μοναστήρι της Γκούρας κάηκε από τους Ιταλούς και μαζί με τα σημαντικά του χειρόγραφα χάθηκαν και αυτά της μονής του Αγίου Γεωργίου. Έτσι, κάποια ιστορικά στοιχεία για το παρελθόν της μονής παραμένουν άγνωστα. Στο χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου του έτους 1336, αναφέρεται «η μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου εις Ασπροπόταμον» ως μετόχι της Επισκοπής Σταγών.
Το 1611, μετά την αποτυχημένη εξέγερση του Διονυσίου του Φιλόσοφου, το μοναστήρι θα γνωρίσει την καταστροφή. Το 1618 κτίστηκε ο ναός της Θεοτόκου στη θέση παλιότερου και κατεστραμμένου ναού και το 1738 το παρεκκλήσι των Ταξιαρχών. Στα μετόχια της Μονής του Αγίου Γεωργίου, μνημονεύεται και το μοναστήρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Πολυνέρι (Κοθώνι). Πρόκειται για ένα εξίσου σημαντικό θρησκευτικό μνημείο, με άγνωστη τη χρονολογία της ίδρυσής του.
Σύμφωνα με την επικρατούσα παράδοση, κτίστηκε τον 15ο αιώνα και τον 17ο αιώνα έγιναν διάφορες εργασίες με προσθήκες. Το Κοθώνι αναφέρεται στο σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ το έτος 1393, πράγμα που σημαίνει ότι εκεί υπήρχε ένας οικισμός της υστεροβυζαντινής περιόδου. Επίσης, αναφέρεται στην πρόθεση 39 της Μονής Δουσίκου (1530 – 1697) στην οποία καταγράφονται μεταξύ των αφιερωτών, τα ονόματα τριών μοναχών και ενός ιερέα. Προφανώς, πρόκειται για μοναχούς που εγκαταβίωναν στο μοναστήρι του Σωτήρος.
Η μονή αυτή, αποκαλούνταν με τα τοπωνύμια: μοναστηράκι, μετόχι και μονή της Παναγιάς. Η παμπάλαια παράδοση, θέλει τη μονή του Σωτήρος να πανηγυρίζει τον Δεκαπενταύγουστο. Προφανώς, αυτό συμβαίνει, επειδή στη θέση εκείνη υπήρχε ένας παλιότερος ναός της Θεοτόκου, που καταστράφηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, μαζί με τον ναό της Θεοτόκου της μονής του Αγίου Γεωργίου. Η εκκλησία αυτή θα επισκευαστεί τον 17ο αιώνα και το μοναστήρι θα μετονομαστεί σε Μεταμόρφωση του Σωτήρος.
Κατά την προσωπική μου άποψη, τα δύο αυτά μοναστήρια έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά στοιχεία. Αρχικά ήταν αφιερωμένα στην Θεοτόκο και η μετονομασία τους έγινε μεταγενέστερα (πιθανόν τον 17ο αιώνα). Ήταν κτισμένα πάνω σε μια πανάρχαια διάβαση που οδηγούσε από την Αμβρακία στα στενά των Μεγάλων Πυλών και τη Θεσσαλία. Ένα οδικό δίκτυο που αποτελούσε τμήμα της νοτιότερης διαδρομής, μέσω της Αθαμανίας.
Σε αυτό συνηγορούν τα υπολείμματα αρχαίων οχυρώσεων που εντοπίστηκαν κατά μήκος αυτού τού δικτύου. Ήταν ένας δρόμος ο οποίος παρέμεινε σε χρήση και κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει και από το τοπωνυμικό υλικό των οικισμών Μυρόκοβον (Μυρόφυλλο), Κορνίσια (Κορνέσι, σημ. Μοσχόφυτο) και Κοθώνι (Πολυνέρι), τα οποία μνημονεύονται στο χρυσόβουλλο του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου το έτος 1336 και στο σιγίλλιο του πατριάρχη Αντωνίου Δ΄ του έτους 1393, αμφότερα υπέρ της Επισκοπής Σταγών. Στην είσοδο της διάβασης και από την πλευρά της Θεσσαλίας δέσποζε η άλλοτε βυζαντινή μονή της Ακαταμαχήτου Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (σημερινός ναός της Πόρτας Παναγιάς).
Η λαμπρή μονή χτίστηκε το 1283, από τον σεβαστοκράτορα Θεσσαλίας Ιωάννη Α΄ Άγγελου Κομνηνού Δούκα. Από την πλευρά της Άρτας και κοντά χωριό Βουργαρέλι, βρισκόταν η βυζαντινή Μονή της Θεοτόκου (Κόκκινη Εκκλησιά ή Μονή Παναγία Βελλάς). Χτίστηκε το 1281 όταν δεσπότης της Ηπείρου ήταν ο Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας, ετεροθαλής αδερφός του Ιωάννη, σεβαστοκράτορα της Θεσσαλίας.
Ενδιάμεσα της διαδρομής αυτής, υπήρχαν οι μονές της Θεοτόκου στο Μυρόκοβο και στο Κοθώνι. Ίσως, και αυτά τα παλιά μοναστήρια να ανεγέρθηκαν την περίοδο που ηγεμόνευε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και στο κρατίδιο της Θεσσαλίας η βυζαντινής οικογένεια των Αγγελοκομνηνών. Εν κατακλείδι, η διάβαση (Αμβρακία – Παλαιοχώρι Βουργαρελίου – Αθαμάνιο – Μυρόφυλλο – Πολυνέρι – Κατούνα – Γκρόπα – Παλαιοκαρυά – Πύλη) ήταν ο δρόμος των παλιών μοναστηριών της Παναγιάς.
Ο Βασίλειος Πανάγος είναι συγγραφέας και Διευθυντής του γυμνασίου Πύλης.