Αρχαιολογικό δελτίο για τον Εχένικο (Ρωμαίος Κωνσταντίνος,1919)
Διττή είναι η σημασία της δημοσιευμένης στήλης. Όχι μόνο η ίδια είναι αξιόλογο έργο της διακοσμητικής τέχνης των τάφων αλλά αποτελεί και σπουδαίο μέλος της γνωστής ιδιάζουσας σειράς επιτάφιων στηλών από τη Θεσσαλία.
Το ανάγλυφο βρέθηκε τον περασμένο Μάρτιο (1919) τυχαία από τους καλλιεργητές στους Καλόγηρους, χωριό το οποίο απέχει οκτώ (8) ώρες δυτικά των Τρικάλων. Το αφανές χωριό βρίσκεται πάνω από τη δεξιά όχθη του λεγόμενου Πορταικού, χείμαρρος ο οποίος ρέει παράλληλα και πίσω από τον Κόζιακα, ο οποίος είναι πρώτη οροσειρά της Πίνδου από ανατολικά και εισβάλλει στην πεδιάδα, στο στενό ρήγμα της Πόρτας, όπου βρίσκεται η εξαίρετη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας. Ο τόπος της εύρεσης είναι μικρό αρχαίο νεκροταφείο ανάλογο με τον συνοικισμό που βρίσκεται εκεί, όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό και λίγο πιο κάτω από αυτό. Η φύση των γύρω κοντινών περιοχών είναι άγονη και άγρια, αμμόλιθος κάτω και πάνω σκληρός ασβεστόλιθος με σποραδικές κηλίδες και δάση με έλατα. Δεν επιτρέπει την ανάπτυξη σπουδαίων συνοικισμών. Σήμερα σε όλη τη χαραδρώδη κοιλάδα, δεν υπάρχει μεγαλύτερο χωριό από τους Καλογήρους, με εξαίρεση την Τύρνα που βρίσκεται απέναντι, συνοικισμός που αποτελείται από 120 οικίες. Από πάνω από το χωριό (Καλόγηροι) σε μια απότομη ψηλή κορφή, έμαθα από τους χωρικούς ότι υπάρχει ένα μικρό καστράκι με ελληνικές πέτρες. “Αλλα αρχαία ευρήματα, φανερά, στις γύρω περιοχές δεν υπάρχουν. Γι” αυτό το λόγο δεν μνημονεύεται η μικρή κοιλάδα από κανέναν από τους περιηγητές. Εάν αναζητήσουμε την πόλη, στην οποία άνηκε ο αρχαίος μικρός συνοικισμός, πρέπει να φτάσουμε προς το Νότο ως το Μουζάκι, οπού ήταν η επιφανής πόλη των Γόμφων. Η Τρίκκα ή το Αιγίνιο, το οποίο βρίσκεται κοντά στην Καλαμπάκα, απέχουν περισσότερο.
Το αρχαίο νεκροταφείο είναι ασφαλώς κατά το μεγαλύτερο μέρος κατεστραμμένο. Εξαιτίας αυτού η έκπληξη αυτών που το ανακάλυψαν ήταν φυσικά μεγάλη. Στην κατωφερική έκταση κοντά στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας, όπου καλλιεργούν, τίποτα δεν προδιέθετε την εμφάνιση τέτοιου τεχνικού έργου, όπως η ανάγλυφη στήλη. Τα αναλλήματα του σχετικού δρόμου έχουν φθαρεί εκτός από ελάχιστα εδώ και εκεί ίχνη και οι πλάκες των τάφων εδώ και πολύ καιρό έχουν χρησιμοποιηθεί στα πεζούλια των χωραφιών. Και όμως, όχι μόνο ολόκληρη η στήλη βρέθηκε εκεί κάτω από πέτρες σε βάθος λιγότερου του μέτρου, αλλά πολύ κοντά βρέθηκε και το μαρμάρινο τετράγωνο βάθρο. Από αυτό διατηρείται ο μολυβδοχοημένος τετράπλευρος γόμφος με μικρό μέρος της στήλης, το πόδι στο δεξιό άκρο. Επειδή η μεταφορά του βάθρου ήταν αδύνατη, όπως επίσης και η απόσπαση του γόμφου, υπήρξε ανάγκη να κομματιαστεί το βάθρο, για να αποδοθεί στη στήλη το απόκομμα που της ανήκε. Η γειτνίαση της στήλης και του βάθρου υποδηλώνει, ότι κοντά θα είναι και ο οικείος τάφος.
Αλλά μια μικρή ανασκαφή, την οποία επιχείρησα με λίγους εργάτες, μας δίδαξε ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί η βεβαιότητα, επειδή η στήλη και το βάθρο έχουν κυλιστεί από ψηλότερο σημείο. Επιπλέον δεν εμφανίστηκε κανένα ίχνος τάφου, γύρω από τον τόπο της εύρεσης. Πιθανόν μια μεγαλύτερη συστηματική έρευνα να διδάξει περισσότερα. Η καταστροφή του νεκροταφείου αποδείχθηκε και από την εύρεση, κοντά στην στήλη, ενός μεγάλου ποδιού τραπεζιού από ασβεστόλιθο, το οποίο ήταν διακοσμημένο προς τα πάνω με έλικες.
Πιο πάνω είπαμε, ότι στους καλλιεργητές το εύρημα έκανε μεγάλη εντύπωση. Βέβαια το ασυνήθιστο και η ελπίδα της ανταμοιβής συγκίνησαν τους απλοικούς ανθρώπους. Αλλά δεν είναι μικρότερη η συγκίνηση κάθε ανθρώπου που ασχολείται με την αρχαιότητα, όταν μέσα στην ερημιά και την άγρια φύση βρίσκεται μπροστά σε ένα τόσο λαμπρό δείγμα πολιτισμού. Η αντίθεση με τις σημερινές συνθήκες είναι τεράστια και με έκπληξη κανείς μετρά την απόσταση που υπάρχει στα κύρια ζητήματα, όπως η τέχνη και η ζωή, γιατί τα αρχαία υπερέχουν.
Το υλικό είναι μάρμαρο λευκό με χοντρούς κόκκους, γαλακτώδες και με αποχρώσεις του κυανού. Είναι θεσσαλικό μάρμαρο, το οποίο οι παλαιοί το έπαιρναν από τις περιοχές κοντά στον Άτρακα, τον σημερινό Αλήφακα, από τα λατομεία. Από αυτό το υλικό είναι τα ανάγλυφα της συλλογής του Τυρνάβου καθώς και αυτά που μεταφέρθηκαν από την Λάρισα στην Αθήνα . Οι διαστάσεις είναι οι εξής, ύψος 1,66, πλάτος της βάσης 71, ενώ προς τα επάνω το πλάτος φτάνει τα 61, πάχος 08, το μέγιστο βάθος του ανάγλυφου 08. Διαστάσεις του βάθρου 78-55-25. Στην κάτω επιφάνεια δεν παρουσίαζε κανένα είδος βάσης, κάτι που δείχνει ότι μάλλον ήταν τοποθετημένο στο έδαφος. Η κορωνίδα, με ύψος 26, ήταν διακοσμημένη με γραπτό ανθέμιο, γι” αυτό οδηγηθήκαμε από το περίγραμμα εφόσον μπορούσαμε εύκολα να το αναπαραστήσουμε. Στο πρωτότυπο βλέπει κανείς αμυδρά το σχήμα του κεντρικού φύλλου, το οποίο έχει διαφυλαχθεί από το χρώμα που έχει αλλοιωθεί από το πέρασμα του χρόνου.
Εχένικος ονομάζεται αυτός που τιμάται στη στήλη. Από συνήθεια, και σε άλλα θεσσαλικά μνημεία έχουμε στην στήλη επιγραφή, η οποία ευτυχώς αυτή τη φορά έχει επίγραμμα πολύ καλά διατηρημένο. Οι χαρακτήρες ανήκουν βέβαια στον 4ο π.Χ. αιώνα. Αν θα έπρεπε να ονομάσουμε το πρώτο ή το δεύτερο μισό αυτού του αιώνα, δεν θα μπορούσαμε να το κάνουμε, γιατί δεν έχουμε επαρκή στοιχεία. Η χάραξη έτσι κι αλλιώς δεν είναι πολύ επιμελής. Στην τελευταία λέξη ο χαράκτης παρέλειψε το γράμμα <<Α>>. Μεταξύ του <<Η>> και του <<Ν>> φαίνεται στο πάνω μέρος το γράμμα <<Ι>>. Αλλά το πιο πιθανό είναι, αυτό να προέρχεται από τυχαίο χτύπημα, γιατί ο στενός χώρος δεν επιτρέπει εκεί άλλο γράμμα. Μεταγραφόμενο το επίγραμμα έχει ως εξής »Η γυναίκα και τα παιδιά, το έστησαν στον Εχένικο, γιατί ακόμα και όταν κάποιος βρίσκεται στον Άδη υπάρχει χαρά ».
Το μυαλό είναι φανερό. Στον τάφο του Εχένικου έστησαν τη στήλη η σύζυγος του και τα παιδιά του. Αν είναι δυνατόν και στον Άδη όπου είναι να του χαρίσει κάτι καλό. Η πένθιμη αμφιβολία, αν υπάρχει στον Άδη κάποια πηγή χαράς, είναι στα παλαιά χρόνια μόνιμη. «Να χαίρεσαι για μένα, Πάτροκλε, και στον Άδη να κατοικείς» εκφώνησε ο Αχιλλέας. Και σε μεταγενέστερα επιγράμματα επαναλαμβάνεται αυτή η μελαγχολική σκέψη. Στο θεσσαλικό επίγραμμα είναι αξιοσημείωτη η απλότητα, η σαφήνεια και η συντομία.
Εκτός από τους δωρισμούς (π.χ. στις λέξεις σάμα, γυνά, Άδα) η γλώσσα του επιγράμματος είναι η συνηθισμένη αττική διάλεκτος χωρίς ιωνισμούς, όπως τέτοιους παρουσιάζει το σύγχρονο με αυτό επίγραμμα (IG, IX, II, 252). Διαλεκτικό στοιχείο δεν υπάρχει άλλο εκτός από τον διπλασιασμό του <<σ>> στη λέξη εστί —> εσστί.
Ποιος είναι ο Εχένικος δεν μπόρεσα περαιτέρω να μάθω. Βέβαια πρόκειται σίγουρα για σημαντική προσωπικότητα στον τόπο αυτό και στο μικρό νεκροταφείο δεν θα ήταν συχνές οι ανάγλυφες μαρμάρινες στήλες. Είναι αξιοσημείωτο, ότι από την επιγραφή των Γόμφων του δεύτερου (2) αιώνα π.Χ., μνημονεύεται μεταξύ των δούλων που απελευθερώθηκαν και ο Ξείνων, ο γιος του Εχένικου. Δεν είναι λοιπόν απίθανο ο Εχένικος της στήλης να άνηκε στην ίδια επιφανή οικογένεια των Γόμφων, στην οποία επαναλαμβανόταν κατά συνήθεια το ίδιο όνομα. Αλλά έχουμε και άλλη ένδειξη, ότι ο μικρός συνοικισμός κοντά στους Καλόγηρους άνηκε στην πόλη των Γόμφων.
Ας δούμε τώρα τον σπουδαιότερο στολισμό της στήλης, την ανάγλυφη παράσταση. Ο Εχένικος, ο οποίος ήταν ώριμος άνδρας, με εμφάνιση στρατιωτικού. Aγγίζει με το δεξί του χέρι, το κεφάλι ενός μικρού παιδιού, το οποίο κρατά ένα πτηνό στο στήθος του. Φορά χιτώνα δεμένο και από πάνω χλαμίδα, της οποίας το μπροστινό μέρος έχει διπλωθεί και έχει ανασηκωθεί στον αριστερό ώμο. Έτσι έμεινε ελεύθερο και είναι φανερό το αριστερό του χέρι, με το οποίο κρατά δύο ακόντια. Στον ώμο, όπως συμβαίνει στην πορεία, έχει πέσει ο πέτασος και συγκρατείται βεβαίως εκεί με ένα λουρί, το οποίο άλλες φορές έχει χρώμα. Η υπόδεση είναι από εμβαδές ή άλλους είδους κρηπίδων. Τα δάχτυλα των ποδιών καλύπτονται και από πάνω με την αφή, μόλις καταλαβαίνουμε τα ανάγλυφα λουριά, τα οποία συνεχίζονται με χρώμα πάνω από τον αστράγαλο. Το παιδάκι, στο οποίο δεν έχει δηλωθεί το φύλο του, φορά απλό χιτώνα και έχει το αριστερό του χέρι άδειο.
Η εργασία του ανάγλυφου δεν είναι παντού η ίδια. Ενώ τα ενδύματα, τα χέρια και το κεφάλι του Εχένικου αποδίδονται με μεγάλη επίτυχια, τα γυμνά πόδια δεν είναι απαλλαγμένα από τη σκληρότητα , και στο πρόσωπο και το λαιμό του παιδιού, όπως και του άνδρα παρατηρούμε μια αμέλεια η οποία πλησιάζει τη βαρβαροτεχνία.
Το φαινόμενο εξηγείται από τη μεγάλη απόσταση, η οποία χωρίζει τον χειροτέχνη μαρμαρόγλυφο από το πρότυπο, το οποίο είχε κατά νου. Του πρότυπου αυτού οι αρετές είναι μεγάλες. Πρώτα πρώτα, θαυμαστό είναι ότι απέμεινε ελάχιστος χώρος που δεν διακοσμήθηκε εξαιτίας της δεξιότητας. Το αρχαίο πρόβλημα της διακόσμησης των ψηλών, στενών στηλών, εξαιτίας της μορφής του τιμώμενου προσώπου, ο οποίος παρίσταται όρθιος σε πλάγια όψη, έχει φανερωθεί πολυπλοκότερος. Η όψη των τριών τετάρτων όσο φυσική και αν ήταν είχε μεγαλύτερες δυσκολίες. Γιατί έτσι έχει διακοσμηθεί η στήλη στη μία μόνο διαγώνιο, με την κλίση του κεφαλιού και τη διεύθυνση του αριστερού ποδιού προς τα δεξιά, ενώ η άλλη διαγώνιος μένει κενή. Ήταν λοιπόν έξοχη η λύση που βρέθηκε από τη μία πλευρά με την προσθήκη ενός παιδιού και από την άλλη με τον πέτασο, που είχε πέσει και με τα ακόντια. Έτσι επιτυγχάνεται η ισοδυναμία των αντίθετων ροπών και ο χώρος γεμίζει, δηλαδή στολίζεται κατά τον τελειότερο δυνατό τρόπο. Έπειτα η αναδίπλωση της χλαμύδας στον αριστερό ώμο ήταν σημαντική στα αποτελέσματα. Ελευθερώνεται όχι μόνο η αριστερή, αλλά φαίνεται και το δέσιμο του χιτώνα, το οποίο χωρίζει σπουδαία το ανάστημα και αποδίδει στη μορφή μέγεθος. Σ” αυτά, εξαιτίας του ανασηκώματος εμπλουτίζεται με ποικιλία η πτύχωση της χλαμύδας, η οποία φαίνεται να είναι ένα βαρύ μάλλινο ύφασμα. Οι μεγάλες, γωνιώδεις, ποικίλες πτυχές και τα μέρη που κυμάτιζαν, η παράσταση του κράσπεδου παρέχουν μεγάλες, σαφείς και ωραίες εικόνες. Τέλος, ο πέτασος, εξαιτίας της μαλακότητας του υλικού και την πλάγια θέση του ως προς το κατακόρυφο επίπεδο, παρίσταται με εξαίσιο τρόπο. Είναι προφανές , ότι όλα αυτά ο μαρμαρογλύπτης τα βρήκε ως θησαυρό στο εργαστήριο. Το δικό του έργο είναι η καλή ή η μέτρια απόδοση αυτών των αξιών που προυπήρχαν.
Ακόμα και αν αρνηθούμε κάθε καλλιτεχνική δημιουργία σ” αυτόν που εκτέλεσε το ανάγλυφο, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι αυτός εργάστηκε σε εποχή, η οποία δεν επείχε πολύ από την εποχή των μεγάλων καλλιτεχνών του 4ου αιώνα, η οποία αποτελεί εποχή καλών παραγγελιών και ακμή της επαγγελματικής τέχνης. Σχετικά με το πρότυπο, εάν δούμε τα νεώτερα στοιχεία του, όπως είναι η προοπτική παράσταση του πετάσου και το βαθύ, ας πούμε σκεπτικό βλέμμα του άνδρα, θα βρούμε ότι αυτό θα είχε φτιαχτεί ήδη το 350 περίπου π.Χ. Από τα δελφικά αναθήματα του Δαόχου από τα Φάρσαλα, τα οποία είναι έργα του λυσιππείου εργαστηρίου το 338, ο αδριάντας του Ακνονίου κατά τον Homolle, παρουσιάζει την ίδια αναδίπλωση της χλαμύδας στον ώμο, αλλά σ” αυτήν την δική μας στήλη καμία επίδραση από τον λυσίππειο τρόπο δεν παρατηρείται, εφόσον το μάλλινο ύφασμα παριστάνεται μεν φυσικότερα, αλλά όχι με τόσο ωραίες σχηματικές πτυχές. Όπως και αν είναι, η εκτέλεση του ανάγλυφου θα έγινε κατά το δεύτερο μισό του αιώνα και όχι αργότερα. Σ” αυτό, όπως είδαμε, δεν αντιτίθενται και οι χαρακτήρες του επιγράμματος.
Η καλά διατηρημένη στήλη του Εχένικου είναι η νεώτερη από όσων θεσσαλικών επιταφίων στηλών που έχουμε. Από παλιά, δηλαδή, και ιδίως από τη δημοσίευση των ανάγλυφων της συλλογής του Τυρνάβου από τον Heberdey (ΑΜ 1890, σελ.199 κ. εξής) γνωρίζουμε ότι στη Θεσσαλία υπήρχε τοπικό εργαστήριο χειροτεχνών, οι οποίοι κατασκεύαζαν ντόπιες επιτύμβιες στήλες και άλλα ανάγλυφα με ιδιαίτερο τρόπο. Τα γνωρίσματα του εργαστηρίου είναι κυρίως εξωτερικά, όπως είναι η εξωτερική αμφίεση των ανδρών, δηλαδή χιτώνας δεμένος και χλαμύδα, πέτασος, η υπόδεση με κρηπίδες, τα οποία γνωρίζουμε καλά από την παράδοση, τα οποία ανταποκρίνονται στις συνήθειες του τόπου. Το παλαιότερο μέλος της σειράς είναι το ωραίο θραύσμα του *****Λούρου**** από τα Φάρσαλα με τις κορασίδες, οι οποίες είναι ανθοφορούσες (περίπου 500 π.Χ.). Ακολουθεί η ομάδα από τη Λάρισα του Φεκεδάμου, της Πολυξένους, της μεγάλης ακέραιας στήλης με το λαγό, ο οποίος κρατά έναν νεαρό και μια γυναίκα στο Εθνικό Μουσείο.
Σ” αυτήν την ομάδα χρονικά ανήκει, γύρω στο 460 π.Χ., το τεμάχιο της νηθούσης από τη Φαλάννη, της συλλογής του Τυρνάβου. Ακολουθούν οι στήλες, τις οποίες δημοσίευσε ο Αρβανιτόπουλος στην ΑΕ 1916, 20 από τη Φαλάννη και ΑΕ 1917, 132 κ. ε. πίν. 3 από τα Χυρέτια. Σχετικά με την πρώτη πρέπει να αναφερθεί η ακέραια στήλη της συλλογής του Τυρνάβου, ΑΜ 1980, VI, 1, 2.V, 1, 2. Τα δύο τελευταία ανήκουν ασφαλώς στον 4ο αιώνα, μάλιστα το V, 1, όπου γίνεται προσπάθεια παράστασης και του ίππου κατά τρία τέταρτα. Αλλά επειδή διατηρούνται τόσο ελλιπώς δεν μπορούμε να πούμε, αν οι στήλες είναι σύγχρονες μ” αυτήν του Εχένικου.
Από την ευτυχή διατήρηση της στήλης των γόμφων και την παραπάνω ασφαλή χρονολόγηση της, έχουμε πρώτα πρώτα το σημαντικό κέρδος, ότι το θεσσαλικό εργαστήριο των μαρμαρογλύφων διατηρείται και ολόκληρο τον 4ο π.Χ. αιώνα. Έπειτα μαθαίνουμε ότι η αρχικά ιωνική στήλη, η στενή και η υψηλή με το ανθέμιο από πάνω, όπως την γνωρίζαμε από τον Δορυλαίο, από τη Σύμη, τη Νίσυρο και από αλλού, αυτή η οποία έχει επικρατήσει στην Αττική κατά τον 6ο αιώνα, έχει εμφανιστεί πραγματικά στη στήλη του Εχένικου. Ο Rodenwaldt (AJ 1913,315) έγραψε ότι η στήλη φτάνει μόνο μέχρι το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, επειδή είχε κατά νου την ωραία στήλη από την Πέλλα, του μουσείου της Κωνσταντινούπολης, καθώς επίσης τις στήλες από τους Θεσπιείς του Εθνικού Μουσείου. Από την Αττική δεν εξαφανίστηκε τον 5ο αιώνα και τον 4ο, αλλά μεταβλήθηκε σύμφωνα με τις σύγχρονες απαιτήσεις. Επειδή δεν αρκούνταν πλέον στην παράσταση ενός μοναδικού προσώπου, χώρισαν στη στήλη ιδιαίτερο χώρο για το ανάγλυφο, για να περιέχει περισσότερα από ένα πρόσωπα σε μικρό μέγεθος, καθώς και το πάνω μέρος της στήλης το διακόσμησαν με επιγραφές. Αλλά είναι φυσικό, ότι στη Θεσσαλία, περιοχή βέβαια επαρχιωτική ως προς την καλλιτεχνική κίνηση, διατήρησαν μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα τον αρχαίο τρόπο.
Θα ήταν ο πλέον αφόρητος σχολαστικισμός, αν αφήναμε να εννοηθεί, ότι το σχήμα της στήλης μόνο του εισήχθει από την Ανατολή, ως κάτι καινούριο και σπουδαίο είδος. Όχι. Η στήλη είναι αναπόσπαστη από την γλυπτική και τη διακοσμητική τέχνη των Ιωνών, η οποία από πριν αλλά κυρίως από τα μέσα του 5ου αιώνα, έπνεε από τα ιωνικά νησιά και από τις ακτές της Μ. Ασίας σαν πνεύμα ζωογόνο και δημιουργικό στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα. Αλλά ενώ στην Αττική και την Πελοπόννησο εξαιτίας της ύπαρξης ιδιόρρυθμης αρχαίας τέχνης, αυτό το ιωνικό πνεύμα αφομοιώθηκε και άλλαξε. Στις ανατολικές ελληνικές περιοχές, η ιωνική τέχνη παρέμεινε αμιγής και είχε διαφορετική εξέλιξη. Αυτή τη διαφορά παρατήρησε με οξυδέρκεια ο Brunn AM (1883, 81 και εξής) και προσπάθησε να καθορίσει τον χαρακτήρα μιας βόρειας ελληνικής γλυπτικής. Αλλά περιέπεσε στο σφάλμα να μεταχειριστεί υλικό διαφορετικής αξίας ως ισότιμο. Έτσι εκτός από την εξαίρετη στήλη των Φαρσάλων, εξέτασε και τα χειρωνακτικά έργα του Φεκεδάμου και της Πολυξένους, από τα οποία έβγαλε τα άτοπα συμπεράσματα ότι ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της βόρειας τέχνης οι εσφαλμένες μιμήσεις των χειροτεχνών.
Από αυτό το μεθοδικό λάθος διδαχθήκαμε ότι τα χειρωνακτικά έργα πρέπει να τα μεταχειριζόμαστε με πολλές προφυλάξεις και σαν δευτερεύοντα μέσα, ενώ αν έχουμε να κάνουμε με πρώτης τάξης έργα, όπως το ανάγλυφο των Φαρσάλων, φθάνουμε γρήγορα και με ασφάλεια σε θετικά συμπεράσματα. Πριν από αυτές τις ωραίες κόρες με τα ωραία σώματα, τα απαλά φευγαλέα περιγράμματα και την μαλακότητα των επιφανειών του γυμνού, θυμόμαστε αμέσως τα γνωστά ανάγλυφα της Ξάνθου της Λυκίας, τα οποία ανήκουν στον ιωνικό κύκλο, στον οποίο ακτινοβολεί το περίφημο ανάγλυφο της Villa Albani και η Φίλλις της Θάσου. Αλλά όσο μεγάλες και λαμπρές είναι αυτές οι αρετές, τόσο επικίνδυνες γίνονται στους μέτριους, όπως είναι, κατά κανόνα οι Θεσσαλοί χειροτέχνες. Η χάρη του ελαστικού περιγράμματος και η απαλότητα των επιφανειών καταντά άτονη αδρομέρεια και χοντροκοπιά χωρίς έκφραση. Επίσης στα ενδύματα, η μέτρια ή η κακή εκτέλεση οδηγεί σε επιπολαιότητα και σε τέτοια αποτυχία, ώστε ούτε το ένδυμα να παριστάνεται με καλές χαρακτηριστικές πτυχές αλλά και το σώμα να μένει άγνωστο. Διδακτική γι” αυτό είναι η παραβολή του αναγλύφου της συλλογής Τυρνάβου (ΑΜ 1890, ΤVIII) προς το ΑΕ 1916, 20, τεμάχιο που έχει δημοσιευθεί. Και τα δύο ανάγλυφα αντιγράφουν το ίδιο πρότυπο, με διαφορετική όμως επιτυχία. Το πρώτο αν και χειρωνακτικό είναι καλύτερο. Φαίνεται οπωσδήποτε σ” αυτό η μαλθακότητα και η πληθωρικότητα των σαρκών, ενώ στο άλλο, το σώμα κρύβεται από τις χονδροειδείς πτυχές. Έτσι τα δύο αυτά διαφορετικής αξίας έργα παριστάνονται σε δύο βαθμίδες, από τα οποία εύκολα και με ασφάλεια θα ανέβουμε στην τρίτη την υψηλότερη, όπου βρίσκουμε τα αναμφισβήτητα και χαρακτηριστικά έργα του Ιωνικού τρόπου.
Όταν είμαστε βέβαιοι για τον ιωνισμό του Θεσσαλικού εργαστηρίου, είναι ελκυστικό να θυμηθούμε τη μαρτυρία του Πλίνιου (Η.Ν. 34, 68) για τον Τηλεφάνη από τη Φώκαια, ο οποίος επιτυχώς εργάστηκε στη Θεσσαλία και κατά τους παλιούς τεχνοκράτες ήταν εφάμιλλος προς τον Πολύκλειτο, τον Μύρωνα και τον Πυθαγόρα. Αλλά ακόμα και αν παραβλέψουμε την ισχνότητα και την ανεπάρκεια της είδησης αυτής του Πλινίου, απ” όπου προήλθε ασυμφωνία μεταξύ των νεώτερων λόγιων για την εποχή και για την πατρίδα του αρχαίου καλλιτέχνη (Βrunn Gesch. d. gr. Kunstler 211, 298 Perrot-Chipiez VIII, 356, 1) δεν κερδίζουμε τίποτα περισσότερο από τη συσχέτιση αυτού προς το θεσσαλικό εργαστήριο. Διότι είναι φανερό, ότι για τον Τηλεφάνη, ως καλλιτέχνη πρώτης τάξης, τίποτα δεν θα διδάξουν σε εμάς τέτοια έργα μαρμαρόγλυφων επαγγελματιών. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εάν οι χάλκινοι αδριάντες αυτού απεικόνιζαν επιφανείς Θεσσαλούς, όπως π.χ. τους Αλευάδες της Λάρισας, αυτοί θα εμφανίζονταν με χλαμύδες και κρηπίδες όπως στα ανάγλυφα και στα γνωστά από τους Δελφούς λυσίππεια έργα. Τίποτε άλλο. Ο ιωνισμός του τοπικού εργαστηρίου ερμηνεύεται η ωραία στήλη της Πέλλας και το σπουδαίο εργαστήριο των Θεσπιών, το οποίο, αν και βρίσκεται κοντά στην Αθήνα, διατήρησε μέχρι και τον Δ” αιώνα τις ιωνικές παραδόσεις.
Αν τέλος επανέλθουμε στη στήλη του Εχένικου θα καταλάβουμε καλά, ότι αυτή είναι γνήσιο έργο μιας επαρχιώτικης και συντηρητικής τέχνης, η οποία είχε ευγενή καταγωγή, αλλά δεν δέχεται με ζωηρότητα τις εξωτερικές επιδράσεις και το σπουδαιότερο ασκείται ως επί το πλείστον από χειρωνάκτες μέτριας αξίας. Εξαιτίας του συντηρητικού πνεύματος εξηγείται η διατήρηση του αρχαίου σχήματος της στήλης και του αρχαίου τρόπου, καθώς το ύψος του αναγλύφου είναι σχετικά μικρό. Τη βιασύνη του μαρμαρογλύφου δηλώνει η ανομοιόμορφη εργασία. Σκληρά και ξηρά είναι τα σκέλη του ανδρός σε αντίθεση με τα απαλά ευθύγραμμα χέρια, τα οποία θα τα ονόμαζε κάποιος με πεποίθηση ιωνικά. Το εξαρτημένο πνεύμα του αντιγραφέα φανερώνει η παράθεση της ωραίας χλαμύδας προς τον άσχημο χιτώνα του παιδιού εξαιτίας των πτυχών του. Σχετικά με όλα αυτά πολύ διδακτική είναι η στήλη του Εχένικου. Αλλά, επίσης, παρέχει τη βάσιμη ελπίδα ότι τα έργα αυτού του εργαστηρίου όχι μόνο πολλά θα βρεθούν στη Θεσσαλία, αλλά και ισάξια με εκείνο των Φαρσάλων και από όλες τις εποχές.
Ιούλιος 1920
Κ. Α. Ρωμαίος