ΟΥ ΗΛΙΟΥΣ (Παραμύθι)
Μια φουρά κ” έναν κιρό ήταν τρείς αδιρφές. Οι δυό παντρέφ’καν. Η τρίτ” δε μπορούσι να παντριφτεί. Σκέφ’κει να πάει να βρεί τουν ήλιου να πεί του παράπουνουτ’ς. Στου δρόμου που πήγινι βρίσκ’μια κιρασιά.
- Κουρίτσι μ’πού πάς; Τη ρουτάει η κιρασιά.
- Πάου ικεί απ” ανατέλ’ου ήλιους.
- Τι να κάν’ς;
- Έχου ένα μιγάλου παράπουνου κι πάου να του που στουν ήλιου.
- Τι παράπουνου έχ’ς; λέει η κιρασιά.
- Δε μπουρού να παντριφτού λέει του κουρίτσ’.
- `Εχου κ’ιγώ ένα παράπουνου λέει η κιρασιά. Κάθι χρόνου κάνου λουλούδια αλλά κιράσια δεν κάνου. Δε λες κι για μένα;
- Θα πού, λέει αυτή.
Φεύγ” απ” την κιρασιά κι πάει παρακάτ’. Βρίσκ’μια μηλιά.
- Πού πας κουριτσάκι μ’; Τη λέει η μηλιά.
- Πάου ικεί απ” ανατέλ” ου ήλιους, γιατί θέλου να που του παράπονου μ’στουν ήλιου.
- Τι παράπουνου έχ’ς; λέει η μηλιά.
- Δε μπουρού να παντριφτού, λέει αυτή.
- Δε λές κι για μένα του θ’κόμ’; λέει η μηλιά. Κάθι χρόνου κάνου λουλούδια αλλά μήλα δε μπουρού να κάνου.
- Θα του που, λέει του κουρίτσ’.
Φεύγ” κι πάει στουν ήλιου. Χτυπάει την πόρτα κι `βγαίν’η μάνα του ήλιου.
- Που είνι ου ήλιους; λέει του κουρίτσ’.
- Δεν είνι ιδώ, θα ρθεί σι λιγου λέει η μάνα. `Ελα όμους μέσα γιατί ου ήλιους είνι νηστικός κι θα σι φάει. Αλλά για να μη σι φάει, θα τουν δώσου να φάει λιγου κουρκούτ” πρώτα.
Του παίρν” του κουρίτσ’η μάνα, του βάν” σ’ένα σιντούκ’κι του κλιδών’.
`Ερχιτι ου ήλιους.
- Μάνα κι ξένους άνθρουπους μι μύρ’σι, λέει ου ήλιους. Βγάλτουν να τουν ιδού.
- Φάι πρώτα κ” ύστερα θα τουν βγάλου λέει η μάνα.
Τρώει καλά ου ήλιους κι βγάν” του κουρίτσ’η μάνα.
- Τι θέλ’ς κουρίτσι μ’; τη ρουτάει ου ήλιους.
- Ηλι μ’,ιγώ, έχου ένα παράπουνου.
- Τι παράπουνου έχ’ς; Τη ρουτάει ου ήλιους.
-Δε μπουρού να παντριφτού, λέει του κουρίτσ’.
- Θα σι που γιατί δε μπορείς να παντριφτείς λέει ου ήλιους. Δεν μπουρείς να παντριφτείς γιατί κάθι προυί που βγαίν’ς απ” του σπιτ” τηράς ιμένα κι μι μουντζών’ς.
- Τι να κάνου τώρα;
- Ν’αλλάξ” τ’ς πόρτις κι να τ’ς βάν’ς κατ” την άλλ’τη μιριά κι τότι θα παντριφτείς, λέει ου ήλιους.
- Καλά θα τ’ς αλλάξου λέει του κουρίτσ’.`Εχου όμους ακόμα ένα παράπουνου.
- Τι παράπουνου είνι;
- Στου δρόμου απ” έρχουμαν, βρήκα μια κιρασιά κι μια μηλιά κι μ” είπαν ότι κάθι χρόνου κάνουν λουλούδια χουρίς να κάνουν καρπό.
- Αυτές δεν κάνουν καρπό λέει ου ήλιους γιατί στις ρίζις έχουν λιφτά. Θα πας να κάτ’ς στουν ήσκιου, θα πάρ’ς τα λιφτά κ’ύστιρα θα κάνουν καρπό.
Γυρίζ’, πάει στην κιρασιά, κάθιτι στουν ήσκιου κι παιρν’τα λιφτά.
- Τι σ’είπι; λέει η κιρασιά.
-Αυτόν του χρόνου θα κάν’ς κιράσια.
Πααίν’παρακάτ’, βρίσκ’τη μηλιά, κάθιτι στουν ήσκιου κι παίρν’τα λιφτά.
-Τι σ’είπι ου ήλιους; τη ρουτάει η μηλιά.
-Αυτόν του χρόνου θα κάν’ς μήλα.
Μαζών’τα λιφτά, πάει στου σπίτ” χάλασι τ’ς πόρτις, τ’ς γυρ’σι απ” την άλλ’τη μιριά, έζησι καλά κ’ιμείς καλύτιρα.
Αφηγήτρια: Κωνσταντίνα Μέκια, χρον. γεν. 1910, τόπος γέν. Καλόγηροι Τρικάλων, χρον. αφηγήσεως. Απρίλιος 1981, γραμ. γν. αγράμματη, τόπος κατοικίας: Λάρισα.(από το ενδιαφέρον ιστότοπο της λαογραφίας του Νεραιδοχωρίου)
Μοιρολόι Μ.Παρασκευής
Τη Μ.Παρασκευή, τα πιο παλιά χρόνια, τα παιδιά πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι και έψελναν το μοιρολόι προς τιμήν του Χριστού.
Σήμερα μαύρος Ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά κι” οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό, τον Αφέντη Βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνον μυστικόν για να τον λάβουν όλοι.
Κι” η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της.
Φωνή τους ήρθ” εξ Ουρανού απ” Αρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οι προσευχές, φτάνουν κι” οι μετάνοιες,
το γυιό σου τον επιάσανε και στο φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τον τυραγνάνε.
-Χαλκιά-χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτάχνει πέντε.
-Συ Φαραέ, που τά “φτιασες πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλε τα δυο στα χέρια του και τ” άλλα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλε το στην καρδιά του,
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι” η Παναγιά σαν τάκουσε έπεσε και λιγώθη,
σταμνί νερό της ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
για να της ερθ” ο λογισμός, για να της έρθει ο νους της.
Κι” όταν της ηρθ” ο λογισμός, κι” όταν της ηρθ” ο νους της,
ζητά μαχαίρι να σφαγεί, ζητά φωτιά να πέσει,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή της.
-Μην σφάζεσαι, Μανούλα μου, δεν σφάζονται οι μανάδες
Μην καίγεσαι, Μανούλα μου, δεν καίγονται οι μανάδες.
Λάβε, κυρά μ” υπομονή, λάβε, κύρά μ” ανέση.
-Και πώς να λάβω υπομονή και πώς να λάβω ανέση,
που έχω γυιο μονογενή και κείνον Σταυρωμένον.
Κι” η Μάρθα κι” η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα
και του Ιακώβου η αδερφή, κι” οι τέσσερες αντάμα,
επήραν το στρατί-στρατί, στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τους έβγαλε μες του ληστή την πόρτα.
-Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι” η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δεν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τον Αϊγιάννη,
Αγιέ μου Γιάννη Πρόδρομε και βαπτιστή του γυιου μου,
μην είδες τον υγιόκα μου και τον διδάσκαλόν σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χεροπάλαμα για να σου τόνε δείξω.
Βλέπεις Εκείνον το γυμνό, τον παραπονεμένο,
οπού φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο,
οπού φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι;
Αυτός είναι ο γυιόκας σου και με ο δάσκαλός μου!
Κι” η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον αγκαλιάζει.
-Δε μου μιλάς παιδάκι μου, δε μου μιλάς παιδί μου;
-Τι να σου πω, Μανούλα μου, που διάφορο δεν έχεις·
μόνο το μέγα-Σάββατο κατά το μεσονύχτι,
που θα λαλήσει ο πετεινός και σημάνουν οι καμπάνες,
τότε και συ, Μανούλα μου, θάχεις χαρά μεγάλη!
Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γη, σημαίνουν τα Ουράνια,
σημαίνει κι” η Άγια Σοφία με τις πολλές καμπάνες.
Όποιος τ” ακούει σώζεται κι” όποιος το λέει αγιάζει,
κι” όποιος το καλοφουγκραστεί Παράδεισο θα λάβει,
Παράδεισο και λίβανο απ” τον Άγιο Τάφο.
Τα κάλαντα του Λαζάρου
Το Σάββατο του Λαζάρου είναι ο προπομπός της Μεγάλης Εβδομάδας, της εβδομάδας των Παθών του Κυρίου. Τα κάλαντα του Λαζάρου τα έψελναν, αποκλειστικά κορίτσια στο χωριό μας, οι λεγόμενες «Λαζαρίνες». Από την προηγούμενη ημέρα, τα κορίτσια μάζευαν άνθη και στόλιζαν τα καλαθάκια τους με τα οποία γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι.Οι νοικοκυραίοι των σπιτιών τοποθετούσαν στο καλαθάκι τους αυγό, χαρούπι και αποξηραμένα σύκα.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια
ήρθε κι η γιορτή μύρα στα βάγια
Πήγε κι ο Χριστός στη Βιθυνία
και συνάντησε Μάρθα-Μαρία.
-Μάρθα, Μάρθα μου, πού είναι ο αδελφός σου
και ο φίλος μου ο αγαπητός μου ;
-Μες στον τάφο του είναι θαμμένος.
Φέρτε του νερό, νερό, νεράκι
Φέρτε του κρασί για να μεθύσει,
τον ύπνο να λησμονήσει.